κατάσπιλος

κατάσπιλος
κατάσπιλος, -ον (Α)
γεμάτος κηλίδες, κηλιδωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -σπιλος (< σπίλος «κηλίδα»), πρβλ. ά-σπιλος, υπό-σπιλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατάσπιλα — κατάσπιλος blemished neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασπιλάζω — (AM) 1. κηλιδώνω, λερώνω 2. κατακρύπτω 3. εφορμώ βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάσπιλος. Η σημ. «κηλιδώνω, λερώνω» εξελίχθηκε σε «εφορμώ βίαια» (για τον άνεμο) πιθ. από το «μαύρισμα» τού ουρανού κατά την ώρα τής θύελλας] …   Dictionary of Greek

  • κατασπιλώνω — (Α κατασπιλῶ, όω) [κατάσπιλος] 1. γεμίζω κάποιον κηλίδες, καταρρυπαίνω, καταλερώνω 2. καταντροπιάζω, ρεζιλεύω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • cataspilite — Min. (kəˈtæspɪlaɪt) [Named in 1867 f. Gr. κατάσπιλος spotted, defiled + ite.] A hydrous silicate of alumina, with some iron, manganese, etc.; an ash grey pearly mineral found in Sweden. Dana Min. 403 …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”